- μεγαλόσπλαγχνος
- μεγαλόσπλαγχνος, -ον (Α)1. αυτός που έχει μεγάλο το υπογάστριο2. αυτός που έχει μεγάλα σπλάγχνα3. αυτός που προκαλεί εξόγκωση στα σπλάγχνα («οἶνος μεγαλόσπλαγχνος σπληνὸς καὶ ἥπατος», Ιπποκρ.)4. μεγαλόψυχος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)-* + σπλάγχνα (πρβλ. εύ-σπλαγχνος, θρασύ-σπλαγχνος)].
Dictionary of Greek. 2013.