μεγαλόσπλαγχνος

μεγαλόσπλαγχνος
μεγαλόσπλαγχνος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει μεγάλο το υπογάστριο
2. αυτός που έχει μεγάλα σπλάγχνα
3. αυτός που προκαλεί εξόγκωση στα σπλάγχνα («οἶνος μεγαλόσπλαγχνος σπληνὸς καὶ ἥπατος», Ιπποκρ.)
4. μεγαλόψυχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)-* + σπλάγχνα (πρβλ. εύ-σπλαγχνος, θρασύ-σπλαγχνος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μεγαλόσπλαγχνος — with enlarged abdomen masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλόσπλαγχνον — μεγαλόσπλαγχνος with enlarged abdomen masc/fem acc sg μεγαλόσπλαγχνος with enlarged abdomen neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοσπλαγχνότατοι — μεγαλόσπλαγχνος with enlarged abdomen masc nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοσπλάγχνοις — μεγαλόσπλαγχνος with enlarged abdomen masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοσπλάγχνοισι — μεγαλόσπλαγχνος with enlarged abdomen masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοσπλάγχνοισιν — μεγαλόσπλαγχνος with enlarged abdomen masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοσπλάγχνους — μεγαλόσπλαγχνος with enlarged abdomen masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλόσπλαγχνοι — μεγαλόσπλαγχνος with enlarged abdomen masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”